- ολοφυής
- ὁλοφυής, ιων. τ. οὐλοφυής, -ές (Α)1. αυτός που συνίσταται από ένα μόνο τεμάχιο, ενιαίος, μονοκόμματος2. (στον ιων. τ.) αυτός που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη φυσική του κατάσταση, τραχύς, ακατέργαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. πολυ-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.