ολοφυής

ολοφυής
ὁλοφυής, ιων. τ. οὐλοφυής, -ές (Α)
1. αυτός που συνίσταται από ένα μόνο τεμάχιο, ενιαίος, μονοκόμματος
2. (στον ιων. τ.) αυτός που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη φυσική του κατάσταση, τραχύς, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. πολυ-φυής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁλοφυής — grown as a whole masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοφυῆ — ὁλοφυής grown as a whole neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁλοφυής grown as a whole masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁλοφυής grown as a whole masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοφυεῖς — ὁλοφυής grown as a whole masc/fem acc pl ὁλοφυής grown as a whole masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοφυές — ὁλοφυής grown as a whole masc/fem voc sg ὁλοφυής grown as a whole neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοφυοῦς — ὁλοφυής grown as a whole masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοφυῶν — ὁλοφυής grown as a whole masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοφυῶς — ὁλοφυής grown as a whole adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”